- φανον
- φανόνφᾱνόντό яркость, свет Xen., Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Φανόν — Φανός shining masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανόν — φαίνω A ren. aor part act masc voc sg φαίνω A ren. aor part act neut nom/voc/acc sg φᾱνόν , φανός 1 shining masc acc sg φᾱνόν , φανός 1 shining neut nom/voc/acc sg φᾱνόν , φανός 2 shining masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φᾶνον — Φᾶνος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φᾶνον — φαίνω A ren. aor imperat act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάνον — φαίνω A ren. aor ind act 3rd pl (homeric ionic) φαίνω A ren. aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φανόν, Φραντς — (Fanon, Φορ ντε Φρανς 1925 – Ουάσινγκτον 1961). Μαρτινικάνος συγγραφέας. Μιγάς, εγγονός σκλάβων, αφιέρωσε τη ζωή του στη μάχη για την ανεξαρτησία του Τρίτου Κόσμου. Σπούδασε ιατρική και ψυχολογία στη Γαλλία και στη συνέχεια πήγε στην Αλγερία,… … Dictionary of Greek
ANTENOR — I. ANTENOR Cretica conscripsit. Aelian, de Anim. l. 17. c. 35. Delia cognominabatur, teste Photiô Tmem. 109. Rationem addit, διὰ τὸ ἀγαθὸς εἶναι, καὶ φιλόπολις. Τοὺς γὰρ Κρῆτας τὸ ἀγαθὸν δέλτον καλεῖν φασί. II. ANTENOR Scitharum, ad ostia Danubii … Hofmann J. Lexicon universale
TETHYS — uxor Oceani, Terrae et Caeli filia. Hedsiod. in Theogonia, v. 134. Οὐρανῷ εὐνηθεῖϚα τέκ᾿ Ω᾿κεανὸν βαθυδίνην, Κοῖοντε, χρεῖόν θ᾿, Υ῾περίονά τ᾿, Ι᾿απετόν τε, Θείαν τε Ρ᾿είαν τε, Θέμιν τε, ΜνημοϚύνην τε, Φοίβην τε χρυϚοςέ φανον, Τηθυν´ τ᾿ ἐρατεινην´ … Hofmann J. Lexicon universale
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
σκοτώδης — ῶδες, Α [σκότος] 1. σκοτεινός, σκοτοειδής 2. ασαφής («σκοτωδέστερον δὲ τοῡτο καὶ ξενικώτερον», Πλάτ.) 3. αυτός που πάσχει από σκοτοδινία, που παθαίνει ιλίγγους 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκοτῶδες σκοτεινότητα, σκοτεινιά («ξὺν ὅλῳ τῷ σώματι στρέφειν… … Dictionary of Greek
φαεινός — ή, ό / φαεινός, ή, όν, ΝΜΑ, και δωρ. και αττ. τ. φαεννός και αττ. τ. φανός, και αιολ. τ. φάεννος, Α 1. φωτεινός, λαμπερός («ἀστέρα φαεινότατον», Πρόδρ.) 2. λαμπρός, έξοχος, θαυμάσιος («φαεινή ιδέα») νεοελλ. φρ. «ηλίου φαεινότερον» λέγεται για… … Dictionary of Greek